συγκροτησμός

συγκροτησμός
ὁ, Μ
το να χτυπά κανείς τα χέρια του, το ένα με το άλλο ως ένδειξη επαίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκροτῶ + κατάλ. -(η)σμός (πρβλ. ὀρχ-ησμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”